καλοκαγαθικός

καλοκαγαθικός
καλοκἀγαθικός, -ή, -όν (Α) [καλοκάγαθος]
1. αυτός που αρμόζει σε καλό και αγαθό άνθρωπο, έντιμος, αγαθός, χρηστός
2. (για πρόσ.) ενάρετος, ηθικός.
επίρρ...
καλοκἀγαθικῶς (Α)
έντιμα, χρηστά, με αγαθότητα και καλοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοκαγαθικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθικώτερον — καλοκαγαθικός adverbial comp καλοκαγαθικός masc acc comp sg καλοκαγαθικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθικώτερον — καλοκἀγαθικός beseeming a adverbial comp καλοκἀγαθικός beseeming a masc acc comp sg καλοκἀγαθικός beseeming a neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθικούς — καλοκαγαθικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθική — καλοκαγαθικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθικῶς — καλοκαγαθικός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθική — καλοκἀγαθικός beseeming a fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”